- καθιδρύω
- (AM καθιδρύω)θεμελιώνω, χτίζω, ανεγείρω, ιδρύω («ὑπ' αὐτὴν τὴν ἀκρόπολιν γυμνάσιον καθίδρυσε», ΠΔ)νεοελλ.καθιερώνω, θεσπίζωμσν.-αρχ.παθ. καθιδρύομαικατοικώ, εγκαθίσταμαι κάπουαρχ.1. βάζω κάποιον να καθίσει, καθίζω κάποιον («Τηλέμαχος δ' Ὀδυσῆα καθίδρυε», Ομ. Οδ.)2. εγκαθιστώ («μακάρων ἐς αἶαν σὸν καθιδρύσει βίον», Ευρ.)3. τοποθετώ, βάζω («ἐν τοῑς τιμιωτέροις τὸ τιμιώτερον [ενν. την καρδιά] καθίδρυκεν ἡ φύσις», Αριστοτ.)4. εντοπίζω, περιορίζω («ἐφ' ἑνὸς τόπου καθιδρύω τὴν ἱστορίαν», Διον. Αλ.)5. καθιερώνω, αφιερώνω.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ἱδρύω].
Dictionary of Greek. 2013.